- κεφαλοκλάσιον
- κεφαλοκλάσιον, το (Μ)αποκεφαλισμός, θανατική εκτέλεση.[ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ(ο)-* + -κλάσ-ιον < θ. κλασ- τού κλώ «σπάω, τεμαχίζω» (πρβλ. κλάσ-ις) + κατάλ. -ιον].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κεφαλ(ο)- — α συνθετικό λέξεων τής Ελληνικής, το οποίο δηλώνει ότι το β συνθετικό: α) ανήκει ή αναφέρεται στο κεφάλι (κεφαλαλγής, κεφαλόδεσμος) β) μοιάζει με κεφάλι ή έχει το σχήμα κεφαλιού (κεφαλοτύρι) γ) είναι το ανώτατο σημείο, η κορυφή, ο αρχηγός… … Dictionary of Greek